- καυστικῶν
- καυστικόςcapable of burningfem gen plκαυστικόςcapable of burningmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υαλοβάμβακας — Γυάλινες, πολύ ψιλές ίνες, που σχηματίζουν μάζα παρόμοια με βαμβάκι. Το «βαμβάκι» αυτό είναι ελαφρό, μαλακό και ισχυρό μονωτικό. Το πάχος των νημάτων του φτάνει τα 0,01 0,006 χιλιοστά, ενώ το βάρος μάζας υ. 1 κυβικού μέτρου φτάνει μόλις τα 150… … Dictionary of Greek
αλδεϋδορητίνες — οι Χημ. άμορφα κιτρινόφαια σώματα, που σχηματίζονται κατά την επίδραση πυκνών καυστικών αλκαλίων στην ακεταλδεΰδη και τα ομόλογά της. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aldehyde resin < aldehyde «αλδεΰδη» (πρβλ. αλδεΰδες) +… … Dictionary of Greek
γαστρίτιδα — Φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, του βλεννογόνου του στομάχου. Η απλή οξεία γ. είναι αρκετά συχνή και εμφανίζεται μετά τη βρώση ουσιών ποσοτικά και ποιοτικά ερεθιστικών, όπως φάρμακα, οινοπνευματώδη ποτά, καφές, τροφές με άφθονα καρυκεύματα, παγωμένες ή … Dictionary of Greek
οισοφάγος — (Ανατ.). Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που ενώνει τον φάρυγγα με το στομάχι· είναι ένας μυομεμβρανώδης σωλήνας μήκους περίπου 25 εκ., του οποίου οι περισταλτικές κινήσεις προωθούν τον βλωμό (μπουκιά) από τον φάρυγγα στο στομάχι. Οι πιο σημαντικές… … Dictionary of Greek
πομφόλυγα — η / πομφόλυξ, υγος, ΝΜΑ φυσαλλίδα αέρα, φουσκάλα νεοελλ. 1. ιατρ. στοιχειώδης βλάβη τού δέρματος, συνιστάμενη σε ευμεγέθη συλλογή υγρού, γενικά ορώδους, μέσα ή κάτω από την επιδερμίδα, η οποία προεξέχει από την επιφάνεια τού δέρματος και η οποία… … Dictionary of Greek
σουλφουρωμένος — η, ο, Ν φρ. «σουλφουρωμένα έλαια» χημ. συνοπτική ονομασία προϊόντων που λαμβάνονται κατά την κατεργασία ελαίων φυσικής ή φυτικής προέλευσης με πυκνό θειικό οξύ, ακολουθούμενη από απομάκρυνση τής περίσσειας τού οξέος με διαλύματα καυστικών… … Dictionary of Greek
σπιρτάδα — η, Ν 1. η καυστική οσμή ή γεύση τών αλκοολούχων υγρών ή άλλων καυστικών ουσιών 2. οξύτητα πνεύματος, εξυπνάδα, ευστροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπίρτο + κατάλ. άδα (πρβλ. σβελτ άδα)] … Dictionary of Greek
υποφωσφορώδης — ες, Ν φρ. α) «υποφωσφορώδες οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση τού φωσφόρου, οξύ που παρασκευάζεται με οξίνιση, με την βοήθεια αραιού διαλύματος θειικού οξέος, ενός διαλύματος υποφωσφορώδους βαρίου, το οποίο με τη σειρά του παράγεται κατά την… … Dictionary of Greek
χλωράλη — Οργανική ουσία, που προέρχεται από την ακεταλδεΰδη με αντικατάσταση τριών ατόμων υδρογόνου με χλώριο (γι’ αυτό λέγεται και τριχλωρακεταλδεΰδη (CCl3–CHO). Την παρασκεύασε πρώτη φορά ο Γιούστους φον Λίμπιχ το 1832, από χλώριο και αιθυλική αλκοόλη:… … Dictionary of Greek
δεψικές ύλες — Σώματα που υπάρχουν σε μέρη διαφόρων φυτών ή εκχυλίσματα που χρησιμοποιούνται στη βυρσοδεψία για τη δέψη δερμάτων. Συνήθως είναι άμορφα σώματα, με στυφή γεύση, διαλύονται εύκολα στο νερό, καθιζάνουν από τα διαλύματά τους με άλατα μολύβδου,… … Dictionary of Greek